προεπιδείκνυμι

προεπιδείκνυμι
Α [ἐπιδείκνυμι]
1. εξηγώ εκ τών προτέρων
2. μέσ. προεπιδείκνυμαι
κάνω επίδειξη εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”